- ἐπιχωρίως
- ἐπιχώριοςinadverbialἐπιχώριοςinmasc acc pl (doric)ἐπιχώριοςinadverbialἐπιχώριοςinmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κἀπιχωρίως — ἐπιχωρίως , ἐπιχώριος in adverbial ἐπιχωρίως , ἐπιχώριος in masc acc pl (doric) ἐπιχωρίως , ἐπιχώριος in adverbial ἐπιχωρίως , ἐπιχώριος in masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
BAUCALIS — Graece βαυκάλις, cognomen Alexandri cuiusdam Presbyteri, apud Philostorgium l. 1. c. 4. sic dicta διὰ τὸ σαρκὸς ὑπερτραφοῦς ὄγκου ὑπὸ τῶ μεταφρένων αὐτοῦ σεσωρευμένον, ἄγτους ὁςτρακίνου ἐκμιμεῖςθαι χῆμα, ἅπερ οὖν Βαυκάλας ἐπιχωρίως Α᾿λεξανδρεῖς… … Hofmann J. Lexicon universale